Δημήτρης Βακρινός: Ο πρώτος Έλληνας «serial killer» και η σχέση του με τη Χασιά
Ήταν πριν από περίπου 20 χρόνια όταν η φράση «serial killer» έγινε γνωστή στην ελληνική κοινωνία και με άλλο τρόπο, πέραν των αμερικανικών ταινιών. Ήταν ο Δημήτρης Βακρινός, οδηγός ταξί, ο οποίος έμεινε στην ιστορία σαν ο πρώτος κατά συρροή δολοφόνος στη χώρα μας, ο οποίος σαν πιτσιρικάς δούλευε σε ταβέρνα στη Χασιά.Πέντε δολοφονίες και έξι σοβαροί τραυματισμοί ήταν τα εγκλήματα που διέπραξε σε διάστημα λίγων ετών ο άνθρωπος, του οποίου η ιστορία στα μέσα της δεκαετίας του 90 συντάραξε την Ελλάδα και στη συνέχεια μάλιστα προβλήθηκε και στη μικρή οθόνη.
Η προσωπική του ζωή
Από μικρός ήταν το «βρουβάκι» του χωριού του. Το παρατσούκλι του αλκοολικού πατέρα του «Βρούβας» τον συνόδευε από μικρό στοιχειώνοντας τα βράδια του. Γιος του περίγελου, του μεθύστακα. «Ερχεται ο "Βρούβας", παιδιά! Πάλι με οχτάρια ο κυρ-Παναγιώτης...». Ο Δημήτρης Βακρινός, δευτερότοκος γιος μιας πενταμελούς οικογένειας, μεγάλωσε στη μικρή κοινωνία του χωριού Πυρρή Γορτυνίας. Μεγάλωσε και έγινε από Δημητράκης «τίποτα», ο Βακρινός «σίριαλ κίλερ» για τον οποίο μιλάνε όλοι. Ο άνθρωπος που έγινε θηριό από την ταπείνωση και τον εξευτελισμό.
Η μητέρα του Γεωργία και ο πατέρας του Παναγιώτης ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες και τα λίγα πρόβατα πρόσθεταν στο εισόδημά τους, για να μεγαλώσουν τον Δημήτρη και τις τρεις αδελφές του: Σταυρούλα, Μαρίνα και Βασιλική. «Φτώχεια και των γονέων...», λένε οι συγχωριανοί. Και από πάνω οι αψυχολόγητες αντιδράσεις του πατέρα υπό την επήρεια της μέθης στο αγόρι της οικογένειας. Κόντρες και σφαλιάρες από νωρίς. Ο Δημήτρης Βακρινός τέλειωσε το δημοτικό σχολείο μόλις και μετά βίας. Οι βαθμολογίες των μαθητικών ελέγχων δεν ξεπέρασαν ποτέ το «6». Δεν είχε ιδιαίτερες παρέες. Πολλές ώρες τις περνούσε βόσκοντας τα πρόβατα. Εκεί όπου, στα δεκατρία του, τον συνάντησε ο Δημήτρης Πόντος, κοντοχωριανός από την Τριποταμιά Γορτυνίας και συγγενής της μητέρας του.
Η δουλειά στην Αθήνα και η Χασιά
Ήταν Πάσχα του '75. Στο Πυρρή όλοι χαίρονταν τις γιορτινές μέρες και μιλούσαν για τους Βακρινούς που ζουν τη φτώχεια τους. Ο Δημήτρης Πόντος, μόλις πριν από ένα χρόνο, είχε ανοίξει με τα αδέλφια του μια ταβέρνα στη Χασιά. Αποφάσισε να πάει στον πατέρα του μικρού: «Παναγιώτη, να πάρω το γιο σου στην Αθήνα; Να δουλέψει μαζί μας και να δει καλύτερες μέρες;». Έτσι, ο Δημήτρης Βακρινός ήρθε στην πρωτεύουσα, φέρνοντας μαζί του τα κατάλοιπα των προσωπικών του συμπλεγμάτων.
Αργότερα πιάνει δουλειά στην ταβέρνα «Τα τρία αδέλφια», στους Αγ. Αναργύρους (Χασιάς 118). Σπίτι του έγινε η οικογένεια Πόντου, που τον φιλοξένησε. Τα παιδιά τους έπαιζαν με τον Δημήτρη και ο Δημήτρης έγινε «παιδί» τους για τρία χρόνια. «Ήταν ήσυχος, φιλότιμος και εργατικός», λέει η κυρία Πόντου, που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Δημήτρης που στήριξαν με αγάπη θα έβγαζε τόσο μίσος προς τους συνανθρώπους του. «Αγαπούσε υπερβολικά τη μητέρα του και τις αδελφές του. Δεν είχε καλές σχέσεις με τον πατέρα του...».
Λίγο καιρό αργότερα, όμως, ήρθε και εκείνος στην Αθήνα, νοίκιασαν σπίτι στην περιοχή, κοντά στην ταβέρνα, και σύντομα ήρθαν και η μητέρα με τις αδελφές του. Ο πατέρας του άρχισε να πουλά λαχεία, αλλά η συμβίωση με τον γιο του αποδείχτηκε αδύνατη και επιστρέφει με τη γυναίκα του στο χωριό, ενώ ο Δημήτρης Βακρινός σταματά τη δουλειά στην ταβέρνα, αναζητεί περιστασιακά το μεροκάματο, και εκπαιδεύεται σε τεχνική σχολή στον Σκαραμαγκά. Στα ναυπηγεία βρίσκει δουλειά οξυγονοκολλητή, όπου παραμένει ως το 1992.
Εν τω μεταξύ, το 1990, γνωρίζει την Ευαγγελία Γερασίμου. Μια κοινή γνωστή, σύζυγος ενός εξαδέλφου της Ευαγγελίας, τους φέρνει σε επαφή και το προξενιό οδηγεί στον γάμο που θα διαρκέσει μόλις 14 μήνες. «Ήρεμος άνθρωπος ο Δημήτρης. Δεν μπορώ να πιστέψω τι έκανε. Δεν είχε νεύρα. Μια φορά μόνο σήκωσε χέρι σε μένα και στη μητέρα μου. Θυμάμαι πως ήταν ασήμαντη η αφορμή. Ένα βιβλιάριο υγείας που μου ζήταγε και δεν του το έδινα», λέει η πρώην σύζυγός του σήμερα. «Ήταν κλειστός και λιγομίλητος.
Ποτέ δεν μου μίλησε για την παιδική του ηλικία, για τους γονείς τους. Του τα έβγαζα με το τσιγκέλι. Το απέφευγε. Ήξερα μόνο ότι δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του και ότι έτρεφε αδυναμία στην αδελφή του, τη Βάσω. Παιδιά δεν ήθελε. Προτού τον παντρευτώ, δούλευα σε ένα συνεργείο. Μετά, όμως, σταμάτησα, γιατί ήθελα να κάνω οικογένεια. Οταν κλείσαμε ένα χρόνο παντρεμένοι, του ζήτησα να κάνουμε ένα παιδί. Μου είπε ότι τα παιδιά φέρνουν προβλήματα».
Η σύγκρουση ήλθε όταν ο Δημήτρης Βακρινός σταμάτησε να δουλεύει στα ναυπηγεία. «Πρέπει να πήρε πάνω από ένα εκατομμύριο αποζημίωση. Εγώ δεν είδα δραχμή από αυτά τα λεφτά. Αντίθετα, μου είπε ότι ήταν σειρά μου να δουλέψω και αυτός να ξεκουραστεί, δηλαδή να τον ταΐζω. Έτσι άρχισαν οι καβγάδες, που δεν ήταν ποτέ βίαιοι». Οι καβγάδες, όμως, συνεχίστηκαν και για έναν άλλο λόγο.
Ο Βακρινός αργούσε τα βράδια, ενώ ποτέ δεν της έδειχνε τις παρέες του. Το 1992 η Ευαγγελία αποφάσισε να χωρίσει και τον έδιωξε από το σπίτι της στο Κερατσίνι. Εκείνος πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα της γειτονιάς και δήλωσε ότι η γυναίκα του, αν και παντρεμένοι ακόμη, τον έδιωξε από το σπίτι. Δεν πέτυχε τίποτε. Ετσι αποφάσισε να εκδικηθεί. Πήγε στο εξοχικό σπίτι που είχε ο πεθερός του στη Σαλαμίνα και του έβαλε φωτιά. Δεν σταμάτησε εκεί. Λίγο καιρό αργότερα διέρρηξε και το σπίτι τους στο Κερατσίνι, όπως ισχυρίζεται η οικογένεια Γερασίμου.
Στη συνέχεια ο Βακρινός αλλάζει πολλές δουλειές, ενώ τα τελευταία χρόνια δούλευε ως οδηγός ταξί. Οι επισκέψεις του στο χωριό όπου γεννήθηκε είναι λιγοστές. Δεν είχε φίλους εκεί. Πήγαινε αραιά και πού για να δει τη μητέρα του. Μια βόλτα από το καφενείο και την επόμενη ημέρα γύριζε πίσω. Τον Αύγουστο του 1996 παντρεύεται για δεύτερη φορά με την Κυριακή Χατζηδογιαννάκη. Πιάνουν ένα διαμέρισμα στην οδό Ποσειδώνος 13, στο Μοσχάτο.
Το προφίλ του φιλήσυχου ανθρώπου επικρατεί και στην καινούργια του γειτονιά, με εξαίρεση κάποιους καβγάδες που είχε με τη γυναίκα του. Οι εντυπώσεις «έσπασαν» από τη βίαιη πραγματικότητα πέντε δολοφονιών. Το όνομα του 35χρονου Δημήτρη Βακρινού έγινε συνώνυμο της τυφλής εκδίκησης σε μια ζωή που ένιωθε να τον έχει στην άκρη... Μια δεκαετία αιματηρή για μια δήθεν ηρωική έξοδο. Από τον Δημητράκη «τίποτα» στον Βακρινό «σίριαλ κίλερ».
Οι δολοφονίες
6 Αυγούστου 1987: Παναγιώτης Γαγλίας, 43 ετών. Τον σκότωσε με σιδερολοστό, την ώρα που κοιμόταν στο σπίτι του Βακρινού στην Πετρούπολη, έχοντας ο τελευταίος προσφερθεί να τον φιλοξενήσει. Η αιτία της δολοφονίας σύμφωνα με τον δράστη ήταν ότι παλιότερα ο Βακρινός είχε κλέψει ένα κυνηγετικό όπλο από τον Γαγλία και ο δεύτερος τον είχε απειλήσει ότι θα τον καταγγείλει στην Αστυνομία. Προκειμένου να μην το κάνει, ο Βακρινός τον σκότωσε. Στη συνέχεια μετέφερε και πέταξε το πτώμα του στο 19ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Άργους - Τρίπολης, όπου και εντοπίστηκε οκτώ μέρες αργότερα.
19 Νοεμβρίου 1993: Αναστασία Σιμιτζή, 28 ετών. Ο Βακρινός παρέλαβε την Σιμιτζή στο ταξί του, ως πελάτισσα. Της πρότεινε να πάνε σε κάποιο μπαρ για ποτό κι εκείνη δέχτηκε. Αργότερα καθ' οδόν σ' ένα ξενοδοχείο με σκοπό να κάνουν σεξ, η Σιμιτζή αρνήθηκε. Ο Βακρινός για να εκδικηθεί την άρνησή της, την οδήγησε σε ερημική τοποθεσία λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μάνδρα Αττικής και την έκαψε ζωντανή. Το απανθρακωμένο πτώμα της βρέθηκε την επόμενη μέρα.
9 Ιανουαρίου 1994: Θεόδωρος Ανδρεάδης, 35 ετών. Ο Ανδρεάδης ήταν οδηγός ταξί και λίγους μήνες νωρίτερα είχε φιλονικήσει με τον Βακρινό για μία προτεραιότητα της πιάτσας των ταξί στην Ελευσίνα. Για να τον εκδικηθεί ο Βακρινός προσποιήθηκε τον πελάτη, μπήκε στο ταξί του υποψήφιου θύματος ο οποίος μετά από μήνες που είχαν μεσολαβήσει από το συμβάν δεν τον αναγνώρισε, ζητώντας του να τον μεταφέρει στην Κόρινθο. Στο 1ο χιλιόμετρο Ισθμού - Λουτρακίου σκότωσε με σαρανταπεντάρι πιστόλι τον Ανδρεάδη αφού πρώτα με μία πρόφαση τον υποχρέωσε να σταματήσει, ενώ του έκλεψε και το ρολόι. Στη συνέχεια μετέφερε ο ίδιος το ταξί στην Ελευσίνα, το πυρπόλησε και το έκαψε. Το πτώμα βρέθηκε λίγες ώρες αργότερα.
21 Δεκεμβρίου 1995: Κώστας Σπυρόπουλος, 21 ετών και Αντώνης Σπυρόπουλος, 20 ετών. Ο Κώστας Σπυρόπουλος είχε αγοράσει καιρό πριν ένα μεταχειρισμένο ΙΧ αυτοκίνητο από τον Βακρινό, ο τελευταίος όμως είχε κρατήσει αντικλείδι και επιχείρησε να το κλέψει έξω από το σπίτι του Σπυρόπουλου στοΜενίδι. Έγινε αντιληπτός και καταδίωξαν με το ΙΧ του αδελφού του Αντώνη Σπυρόπουλου τον Βακρινό. Όταν ο Βακρινός σταμάτησε σε βενζινάδικο προκειμένου να βάλει βενζίνη και μην έχοντας αντιληφθεί ότι καταδιώκεται, τα δύο αδέλφια τον πλησίασαν προκειμένου να ζητήσουν εξηγήσεις για την κλοπή. Τότε ο Βακρινός τους σκότωσε, χρησιμοποιώντας μάλιστα δύο πιστόλια.
Οι απόπειρες δολοφονιών
14 Μαρτίου 1993: Απόπειρα ανθρωποκτονίας στον Βοτανικό δύο φίλων, του Ανδρέα Σβύρου, 18 ετών και του Θεόδωρου Μπίτουλα, 16 ετών. Αφορμή ήταν ότι οι δύο φίλοι, σε βραδυνή βόλτα, είχαν πειράξει χάριν αστεϊσμού φιλικό τους ζευγάρι. Ο Βακρινός που βρισκόταν τυχαία στο σημείο θεώρησε απρεπή τη συμπεριφορά τους και πυροβόλησε εναντίον τους πολλές φορές. Τα δύο νεαρά παιδιά τραυματίστηκαν σοβαρά.
10 Δεκεμβρίου 1995: Απόπειρα ανθρωποκτονίας στα Νέα Σεπόλια δύο φίλων, του Γιώργου Καυκά, 23 ετών και του Βασίλη Δίπλα, 23 ετών. Το βράδυ εκείνο ο Βακρινός έσπασε το αυτοκίνητο μιας γυναίκας και επιχείρησε να κλέψει διάφορα αντικείμενα απ' αυτό. Το έκανε για λόγους εκδίκησης, γιατί ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου κάποτε του είχε χαλάσει ένα προξενιό. Όταν οι δύο φίλοι, που ήταν απλώς περαστικοί, επιχείρησαν να τον αποτρέψουν να το κάνει, ο Βακρινός άρχισε να τους πυροβολεί. Ο Δίπλας τραυματίστηκε ελαφρά και ο Καυκάς σοβαρά, με αποτέλεσμα να παραμείνει για το υπόλοιπο της ζωής του ανάπηρος.
20 Δεκεμβρίου 1995: Σχεδιασμός ανθρωποκτονίας σε βάρος αγνώστων στοιχείων μοτοσυκλετιστή, με τον οποίο είχε νωρίτερα διαπληκτισθεί στο Μοσχάτο για την προτεραιότητα. Ο Βακρινός κράτησε τον αριθμό της πινακίδας και σχεδίασε να τον σκοτώσει από εκδίκηση, πέφτοντας πάνω του με το αυτοκίνητό του. Τα σχέδιά του ματαιώθηκαν, όταν το αυτοκίνητο που επιχείρησε να κλέψει την επόμενη μέρα γι αυτόν τον σκοπό, οδήγησε στη δολοφονία των αδελφών Σπυρόπουλου, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να το εγκαταλείψει.
31 Μαΐου 1996: Απόπειρα ανθρωποκτονίας του Νίκου Αγιαννίδη και των αστυνομικών Γρηγόρη Μάμμου, 31 ετών και Χρήστου Γεωργαντόπουλου, 24 ετών. Ο Βακρινός επισκέφθηκε το σπίτι του Αγιαννίδη στη Λεωφόρο Θηβών προκειμένου να εκδικηθεί τον γιο του για προσωπικές διαφορές. Ο Αγιαννίδης δεν του άνοιξε και κάλεσε την Αστυνομία. Ο Βακρινός κρύφτηκε στο υπόγειο της πολυκατοικίας και όταν φάνηκαν οι τρεις άνδρες άρχισε να τους πυροβολεί αδιακρίτως. Οι δύο από τους τρεις τραυματίστηκαν ελαφρά ενώ ο τρίτος πρόλαβε να κρυφτεί και δεν τραυματίστηκε.
Η σύλληψη
Εκτός από δολοφονίες, ο Βακρινός έκλεβε αυτοκίνητα και μηχανάκια. Παράλληλα εργαζόταν ως οδηγός ταξί. Η αστυνομία τον αναζητούσε παντού, αλλά δεν είχε καταφέρει να τον εντοπίσει. Η μαρτυρία μιας γυναίκας για μια από τις κλοπές του Βακρινού που ανέφερε ότι ο δράστης διέφυγε με ταξί, βοήθησε την έρευνα των αστυνομικών.
Αρχικά «χτένισαν» όλες τις πιάτσες ταξί ρωτώντας τους οδηγούς αν είχαν πάρει κούρσα ένα κοντό και μιρκοκαμωμένο άντρα, μια συγκεκριμένη ημέρα και ώρα. Σύντομα οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο, μέχρι που κάποιος αστυνομικός σκέφτηκε ότι ο ύποπτος θα μπορούσε να είναι οδηγός και όχι πελάτης. Το όνομα «Δημήτρης Βακρινός» ήταν ήδη γραμμένο στα κατάστιχα της αστυνομίας από τη δολοφονία των αδελφών Σπυρόπουλου.
Οι αστυνομικοί σκέφτηκαν ότι αντικλείδι για το κλεμμένο αυτοκίνητο θα μπορούσε να έχει μόνο ο αρχικός ιδιοκτήτης του, δηλαδή ο Βακρινός. Συνελήφθη στις 12 Μαΐου του 1997.
Οι ομολογίες και ο θάνατός του στη φυλακή
Ο Βακρινός οδηγήθηκε στην ασφάλεια και προφυλακίστηκε. Στην κατάθεση του ομολόγησε τις δύο δολοφονίες (η μία διπλή) και αποκάλυψε και άλλες τρεις. Πρώτο θύμα του κατά συρροή δολοφόνου ήταν ο συγκάτοικος του, Παναγιώτης Δαγλιάς, που τον είχε αδικήσει σύμφωνα με τα λεγόμενά του, όταν του έκλεψε ένα κυνηγετικό όπλο. Επόμενο θύμα ήταν μια γυναίκα, η Αναστασία Σιμιτζή, που τον είχε προσβάλει αποκαλώντας τον «κοντό». Τρίτο θύμα ήταν ένας συνάδελφος του οδηγός ταξί, ο Θεόδωρος Ανδρεάδης, που τον σκότωσε γιατί δεν τον είχε αφήσει να πάρει κάποιο πελάτη στο ταξί του.
Στις 25 Μαΐου ο Βακρινός βρέθηκε νεκρός στο κελί του στις φυλακές Κορυδαλλού. Ο δολοφόνος είχε κρεμαστεί με τα κορδόνια των παπουτσιών του, προτού προλάβει να δικαστεί. Οι αστυνομικοί και οι ψυχολόγοι τον χαρακτήρισαν μανιακό δολοφόνο, παρόλο που η δράση του δεν ήταν ακριβώς ίδια με τους αντίστοιχους του εξωτερικού. Οι ειδικοί έκαναν λόγο για έναν άνθρωπο με ψυχοπαθολογικό υπόβαθρο που είχε τις ρίζες του στην τραυματική του παιδική ηλικία.
Είχε μειωμένη αυτοεκτίμηση και συμπλεγματική συμπεριφορά, γεγονός που τον οδηγούσε στο να διαπράττει φόνους για ασήμαντους λόγους, απλά και μόνο επειδή θεωρούσε τον εαυτό του αδικημένο. Το χειρότερο που θα μπορούσε κάποιος να του πει, ήταν ότι ήταν κοντός. Αυτό ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη, καθώς, όπως είπε σε μια αναπαράσταση, την ώρα της δολοφονίας «ψήλωνε»...